- λιπαρωτέρα
- λιπαρωτέρᾱ , λιπαρόςoilyfem nom/voc/acc comp dualλιπαρωτέρᾱ , λιπαρόςoilyfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιπαρώτερα — λιπαρός oily neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρωτέρας — λιπαρωτέρᾱς , λιπαρός oily fem acc comp pl λιπαρωτέρᾱς , λιπαρός oily fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρωτέραν — λιπαρωτέρᾱν , λιπαρός oily fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρωτέραις — λιπαρός oily fem dat comp pl λιπαρωτέρᾱͅς , λιπαρός oily fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)